- νωπό κρέας
- преcно меcо
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
νωπός — ή, ό (Μ νωπός, ή, όν) 1. (κυριολ. και μτφ.) φρέσκος, πρόσφατος (α. «νωπό κρέας» β. «νωπές ειδήσεις») 2. (για καρπούς και άνθη) αυτός που κόπηκε προ ολίγου, φρεσκοκομμένος 3. (για έδαφος) αυτός που σκάφτηκε πρόσφατα 4. αυτός που δεν έχει ακόμη… … Dictionary of Greek
νωπός — ή, ό 1. για τρόφιμα, φρέσκος: Νωπό κρέας. – Nωπό βούτυρο. 2. για καρπούς και άνθη, αυτός που μόλις κόπηκε, ο φρεσκοκομμένος. 3. ο πρόσφατος, αυτός που είναι ακόμη υγρός: Νωπός, ακόμα ο τάφος του άντρα της και το ριξε στο γλέντι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek